- σύρφη
- Α(κατά τον Ησύχ.) «φρύγανα».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. σύρω με δασύ χειλικό ένθημα -φ- (πρβλ. συρ-φ-ετός) και κατάλ. -ή. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το συγγενές σημασιολογικά κάρ-φη «ξερό χόρτο, άχυρο»].
Dictionary of Greek. 2013.